προσκομίσει

προσκομίσει
προσκομίζω
carry
aor subj act 3rd sg (epic)
προσκομίζω
carry
fut ind mid 2nd sg
προσκομίζω
carry
fut ind act 3rd sg
προσκομίζω
carry
aor subj act 3rd sg (epic)
προσκομίζω
carry
fut ind mid 2nd sg
προσκομίζω
carry
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για …   Dictionary of Greek

  • Μινωίδης, Μηνάς — (Βέροια 1790 – Παρίσι 1860). Φιλόλογος. Δίδαξε στη Βέροια και στις Σέρρες. Όταν ξέσπασε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί εργάστηκε αρχικά ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια διετέλεσε διερμηνέας στο γαλλικό υπουργείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”